Αδειάζουν Μητσοτάκη οι οίκοι αξιολόγησης. Αντίστροφη μέτρηση….

Μπορεί ο τραπεζικός κλάδος και οι σημαντικές βελτιώσεις που έχει σημειώσει, να ήταν σημαντικός παράγοντας πίσω από την πρόσφατη αναβάθμιση των προοπτικών της Ελλάδας από τη Moody’s σε θετικές, αλλά οι προκλήσεις που ακόμα αντιμετωπίζει φαίνεται πως είναι σε μεγάλο βαθμό αυτό που κάνει τον οίκο να μην αποφασίζει να δώσει την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα. Τουλάχιστον αυτό “αποκαλύπτει” νέα ανάλυσή του για τις ελληνικές τράπεζες, όπου εξηγεί γιατί ο κλάδος είναι κατά έναν τρόπο “υπεύθυνος” για το μέτριο μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας. Και το “μεγάλο αγκάθι” είναι οι αδύναμες ακόμα πιστωτικές συνθήκες. “Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξέλιξεις, προσαρμόζουμε το μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας χαμηλότερα κατά δύο βαθμίδες για να συλλάβουμε τις επίμονες προκλήσεις στις πιστωτικές συνθήκες της χώρας”, τονίζει.

Ειδικότερα, όπως σημειώνει η Moody’s, το μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας που αξιολογείται ως “Μέτριο +” εξισορροπεί το σχετικά υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα της οικονομίας σε σύγκριση με αυτό άλλων χωρών που αξιολογεί ο οίκος και ενισχύει τη δυναμική της ανάπτυξης έναντι του μέτριου μεγέθους της.

Το μακροοικονομικό προφίλ αντικατοπτρίζει επίσης τις βελτιωμένες πιστωτικές συνθήκες της χώρας, οι οποίες, ωστόσο, χαρακτηρίζονται ακόμη από υψηλά επίπεδα προβληματικών δανείων σε σύγκριση με την Ε.Ε. Μέσω των σχεδίων μετασχηματισμού τους, οι ελληνικές τράπεζες έχουν μειώσει τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPE) και εστιάζουν στην ενίσχυση της κερδοφορίας. “Θεωρούμε ότι τα πρόσφατα χορηγηθέντα δάνεια δεν έχουν ακόμη δοκιμαστεί κατά τη διάρκεια του οικονομικού κύκλου, ενώ υπάρχει σημαντικός αριθμός NPEs εκτός τραπεζικού συστήματος που εξακολουθεί να επιβαρύνει τις πιστωτικές συνθήκες”, όπως τονίζει η Moody’s.

Στα θετικά, η χρηματοδότηση και η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών επωφελούνται από την αύξηση των καταθέσεων πελατών, ενώ οι διευκολύνσεις χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα  μειώνονται. Οι ελληνικές τράπεζες αξιοποιούν επίσης τις διεθνείς κεφαλαιαγορές για να καλύψουν την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL) μέχρι το τέλος του 2025, ενώ η τρέχουσα δομή του κλάδου δεν θέτει σημαντικές προκλήσεις για τις οικονομικές επιδόσεις των τραπεζών.

Η Moody’s επίσης κάνει αναφορά στη δομή του τραπεζικού συστήματος και τον ανταγωνισμό. Όπως σημειώνει, οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας κυριαρχούν στο σύστημα, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων από τον Ιούνιο του 2024. Ο περιορισμένος ανταγωνισμός στην αγορά, ιδίως όσον αφορά τις καταθέσεις λόγω της ισχυρής ρευστότητάς τους, δίνει κάποια τιμολογιακή δύναμη τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες. Αν και ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών των τραπεζών ήταν ιστορικά έντονος, οι ανταγωνιστικές πιέσεις έχουν αμβλυνθεί τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, ο οίκος αναμένει ότι θα γίνουν πιο ανταγωνιστικές όσον αφορά την τιμολόγηση των δανείων και των καταθέσεων στον τρέχοντα κύκλο επιτοκίων. Σε αντίθεση με τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, οι πολύ μικρότερες τράπεζες της αγοράς είναι σε θέση να προσελκύσουν νέες καταθέσεις προσφέροντας στους πελάτες οριακά υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων. Η επικείμενη συγχώνευση των δύο μικρότερων εγχώριων τραπεζών (Attica Bank- Παγκρήτια) θα οδηγήσει σε μια νέα μεγαλύτερη οντότητα, η οποία, ωστόσο, θα εξακολουθεί να είναι σημαντικά μικρότερη από τις τέσσερις συστημικά σημαντικές τράπεζες.

Πιστωτικές συνθήκες: -2

Ειδικά όσον αφορά τις πιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα οι οποίες βαθμολογούνται με “-2”, ο οίκος επισημαίνει πως αν και έχουν βελτιωθεί παραμένουν αδύναμες καθώς παρά τη μείωση των NPEs των τραπεζών αυτά τα δάνεια παραμένουν στην οικονομία, ενώ είναι άγνωστο πώς θα καταλήξουν τα νέα δάνεια που χορηγούνται από τις τράπεζες.

Συγκεκριμένα, ο οίκος τονίζει πως οι πιστωτικές συνθήκες βελτιώθηκαν σημαντικά τα τελευταία τρία με τέσσερα χρόνια, με σημαντική μείωση των NPEs του τραπεζικού συστήματος, τα οποία, ωστόσο, εξακολουθούν να παραμένουν υψηλότερα από εκείνα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Επιπλέον, ο νέος δανεισμός στην πραγματική οικονομία, ο οποίος αποτελείται κυρίως από εταιρικά δάνεια ενώ τα νοικοκυριά συνεχίζουν την απομόχλευση, δεν έχει ακόμη δοκιμαστεί σε έναν πλήρη οικονομικό κύκλο. Αυτός ο παράγοντας οδηγεί τις αρνητικές προσαρμογές στην εκτίμησή του για τις πιστωτικές συνθήκες στην Ελλάδα.

Το εγχώριο χρέος του ιδιωτικού τομέα/ΑΕΠ ήταν περίπου 54% στο τέλος του 2023, από 113% το 2015. Αυτή η πτώση αντανακλά τη συνεχιζόμενη μείωση των NPEs από τις τράπεζες και την περαιτέρω αύξηση του ΑΕΠ καθώς οι οικονομικές συνθήκες ομαλοποιούνταν σταδιακά, όπως επισημαίνει η Moody’s. Ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της χώρας είναι πιθανό να είναι κατά μέσο όρο περίπου 2,2% τα επόμενα δύο έως τρία χρόνια (2,3% αύξηση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2024), υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της ΕΕ. Η σημαντική μείωση της συνολικής πίστωσης αντανακλά το “ξεφόρτωμα” μη βασικών περιουσιακών στοιχείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών, την τιτλοποίηση/πώληση χαρτοφυλακίων NPEs και τις διαγραφές. 

Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες άρχισαν να χορηγούν νέα δάνεια, με στόχο να κεφαλαιοποιήσουν την οικονομική ανάκαμψη και τις θετικές επιπτώσεις του RRF της Ε.Ε., που θα οδηγήσει στην πιστωτική ανάπτυξη. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η καθαρή πιστωτική ροή μεταξύ Ιουνίου 2023 και Ιουνίου 2024 ήταν σημαντική, περίπου στα 8,7 δισ. ευρώ.

Πάντως, όπως αναφέρει η Moody’s, τυχόν δυνητικοί κίνδυνοι για τους ευάλωτους δανειολήπτες είναι πιθανό να αντισταθμιστούν από την ανθεκτικότητα του εταιρικού τομέα και τα νέα δάνεια που συνδέονται με το RRF, τα οποία θα συνεχίσουν να συμβάλλουν στην επέκταση του χαρτοφυλακίου δανείων των τραπεζών. Επιπλέον, η βελτίωση των μακροοικονομικών συνθηκών θα στηρίξει περαιτέρω την ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών.

Οι καλύτερες πιστωτικές συνθήκες για τις ελληνικές τράπεζες τα τελευταία χρόνια φαίνονται και από το χαμηλότερο επίπεδο των NPEs στο σύστημα, μετά την ολοκλήρωση των σχεδίων μετασχηματισμού τους. Τα NPEs στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος μειώθηκαν σε 11,1 δισ. ευρώ (ή 7,5% των ακαθάριστων δανείων) τον Μάρτιο του 2024 από 47,2 δισ. ευρώ (ή 30% των ακαθάριστων δανείων) τον Δεκέμβριο του 2020. Ωστόσο, μέρος του χρέους ορισμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που εκτιμάται σε περίπου 74 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2023, παραμένει στους servicers που δραστηριοποιούνται επί του παρόντος στην Ελλάδα και συνεπώς επηρεάζει την εκτίμηση του οίκου για τις πιστωτικές συνθήκες της χώρας.

“Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξέλιξες, προσαρμόζουμε το μακροοικονομικό προφίλ της Ελλάδας χαμηλότερα κατά δύο βαθμίδες για να συλλάβουμε τις επίμονες προκλήσεις στις πιστωτικές συνθήκες της χώρας που αναφέρονται παραπάνω”, όπως τονίζει η Moody’s.

capital.gr

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Scroll Up