Καταβύθιση
Έκανε ζέστη. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Κει στη γωνιά, σα στριμωγμένο σε δυο πολυκατοικίες ανάμεσα, ένα μικρό μαγαζάκι, πώς δεν το είχε δει τόσο καιρό, τα τζάμια του θολά από τη σκόνη, όλα δυσδιάκριτα, μια μισοχαλασμένη πινακίδα, «παλαιά βιβλία», ποτισμένη χρόνο, άφηνε να διαφαίνεται κάτι από χαμένη αίγλη, αρχοντιά. Η πόρτα του, ανοιχτή ακόμα, λες…