Καταβύθιση

Έκανε ζέστη. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Κει στη γωνιά, σα στριμωγμένο σε δυο πολυκατοικίες ανάμεσα, ένα μικρό μαγαζάκι, πώς δεν το είχε δει τόσο καιρό, τα τζάμια του θολά από τη σκόνη, όλα δυσδιάκριτα, μια μισοχαλασμένη πινακίδα, «παλαιά βιβλία», ποτισμένη χρόνο, άφηνε να διαφαίνεται κάτι από χαμένη αίγλη, αρχοντιά. Η πόρτα του, ανοιχτή ακόμα, λες και τον περίμενε, σαν μαγνήτης τον τράβηξε, χώθηκε μέσα σε μια υγρή δροσιά, ανακατεμένη με μυρωδιές από ξεχασμένο χαρτί. «θέλω να χαζέψω, προλαβαίνω;», «πάρτε τον χρόνο σας», σαν ψίθυρος ήρθε μια απάντηση, αόρατη, πίσω από πάγκους, ράφια τίγκα στα βιβλία, σκόνη που σηκώθηκε μαζί της. Όσο βάδιζε προς τα μέσα τόσο το σκοτάδι έσπρωχνε προς το έξω το λιγοστό φως της μέρας. Δεν ήξερε τι έψαχνε, ψηλαφούσε το χώρο. Διψούσε. Προχωρούσε, προχωρούσε, σ’ ατέλειωτους διαδρόμους, βιβλία, βιβλία παντού, το ένα δίπλα στο άλλο, πάνω στο άλλο, με τη ράχη πάνω, με τη ράχη κάτω, συμπιεσμένα, ασφυκτικά ενωμένα, ένας αξεχώριστος χαρτοπολτός, εικόνες πολλαπλασιαζόμενες, χάρτινο πάρτι οργίων, θόλωσαν τα μάτια, η ανάσα άρχισε να λιγοστεύει και ήταν τότε που το είδε, γυαλιστερό στο τελευταίο ράφι, μιας ετοιμόρροπης βιβλιοθήκης, στητό, προκλητικό, ακμαίο. Στάθηκε για λίγο, το θαύμασε, το σκαμνί δίπλα του πειρασμός ν’ ανέβει, να τ’ αρπάξει πριν όλα σωριαστούν γύρω έτσι που έτριζαν από το βάρος, την αποσύνθεση, το χέρι γρήγορο, ξύπνησε τη σκόνη, πετάχτηκε ταραγμένη, τούτο αφέθηκε στον απροσκάλεστο βιασμό του, στο χάιδεμα, το ψαχούλεμα του εξώφυλλου, τα ανάγλυφα γράμματα, κόκκινα, μαλακά, υγρά, μια επιθυμία ‘φέρναν στα χείλη για φίλημα. Κρατήθηκε, την αναστάτωση του βιβλιοπώλη να προλάβει πριν βάλει τις φωνές, η σκόνη να σαρώνει τα ρουθούνια, φτερνίστηκε κι ύστερα οι φρέζες- που βρέθηκαν κι αυτές; – ξύπνησαν θύμησες. Η γυναικεία μορφή του εξώφυλλου, μια υπέροχη καμπύλη των γοφών, προκλητική, ψηλάφισε το μάγουλο του. Κι ύστερα οι μυρωδιές ανακατεύτηκαν, πρόσωπα παραμορφώθηκαν, το κρεβάτι της κινούμενη άμμος προσπαθούσε ν’ αναγνωρίσει τη φύση της, μάγισσα, σειρήνα, ακόρεστη χοάνη οργασμών, «είμαι η Λύντια, δεν με γνώρισες;» ένας συριγμός κι ύστερα μια φιδίσια γλώσσα σα χάδι στο αυτί. Είσαι η Λύντια, όχι η Μαρία, αρχοντικά γυμνή πάνω στο τραπέζι, το αδιάβροχο ακόμα ανοιχτό, να προκαλεί αλυσιδωτές συνουσίες, αλλόκοτα πλάσματα να παρελαύνουν στο σώμα του, στο σώμα της, ο θάνατος καβάλα στα ερειπωμένα τους κορμιά, φυλακισμένα σε αξεχώριστα της μνήμης μέρη, να σφυροκοπούν το κεφάλι, σε δεινή αιχμαλωσία, στους ρυθμούς του αψέντι, του ουίσκι, του καπνού να πνίγονται τα χρώματα των αισθήσεων. Απόγνωση, να γυρίσουν γρήγορα οι σελίδες, πίσω στο τέλος να βρεθεί μια άλλη αρχή. Στην τύχη δόθηκε το άνοιγμα, το γύρισμα των φύλλων, στιλπνά, καθαρά, χωρίς ίχνος σκόνης, λες φρεσκοπλυμμένα, τα γράμματα αραιά, λοξά, καλλιγραφικά, κόκκινα, σαν τα χείλη της Λίντιας ή της Μαρίας, μετά τις ηδονές ξετυλίγονταν οι σελίδες, φύλλα μεταξιού, ατέλειωτη φυλλορροή, ν’ αναζητάς στο χάος τους μια ειρήνη, έναν αναπαμό των αισθήσεων. Και μετά οι λέξεις, λες ανεξάρτητες, να στήνουν επίθεση, ένα χορικό περιδίνησης, να σφυροκοπούν το κεφάλι, το κορμί έρμαιο των σπασμών, το βιβλίο ένα με τις σάρκες. Κάθε ικεσία άκαρπη, άπληστα τυλιγμένες στο κορμί, να δένουν τη γλώσσα, ένα σώμα κουκούλι ακινητοποιημένο στο ράφι της βιβλιοθήκης, κάθε κραυγή να πνίγεται στο κόκκινο των χειλιών της ξεδιάντροπης τού εξώφυλλου, ο βιβλιοπώλης άφαντος, είχε λοιπόν κλειδωθεί μέσα; Σε πλήρη υπερδιέγερση, τα υγρά να θέλουν να εκτονωθούν, το στόμα σφαλιστό, ασφυξία, ακινησία…

-κόπιασε στον κόσμο μου!.

-ποιος είσαι;

-με λένε Γρηγόρη, έχω γυρίσει ανάποδα, πονάει αφόρητα η πλάτη μου, και θέλω να αλλάξω στάση. Με μια κλωτσιά σου θα τα καταφέρω.

-είσαι μακριά μου, δεν σε βλέπω.

-είμαι δίπλα σου, κούνησε το πόδι σου, πρόσεξε μη με πατήσεις, όχι αδέξιες κινήσεις,

-τα πόδια μου είναι ακίνητα, μουλιάζουν στο βούρκο, θέλω να κατουρήσω, το κορμί της Μαρίας στον κάμπο αφήνεται ελεύθερο να ξαλαφρώσει, το κορμί μου αφήνεται ελεύθερο να ξαλαφρώσει, τα κάτουρα, το σπέρμα ίδια πηγή, Γρηγόρη φύγε, θα πνιγείς στο βούρκο μου, είμαι ένα λερό πλάσμα, μ’ ακούς Γρηγόρη, ας με βοηθήσει κάποιος, ας μας βοηθήσει κάποιος, μα που είναι ο βιβλιοπώλης;»

Το φως χίμηξε στη σκόνη, σηκώθηκε μπουχός, σκιάχτηκαν οι σκιές …

-τρέξε να σωθείς, εγώ είμαι ήδη νεκρός…

-Γρηγόρη…

ΜΒ

Διήγημα: “Καταβύθιση”

Μαρία Βέρρου γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε Γαλλική γλώσσα και φιλολογία στο ΑΠΘ, ιταλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο της Perugia, έχει παρακολουθήσει μαθήματα δημιουργικής γραφής με τον Μ. Φάις, επιμέλεια κειμένου με τον Χ. Κυθρεώτη, έχει κάνει μεταφράσεις βιβλίων και κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στο fb.

Προς αναβολή…. επ΄αόριστον το placement της Εθνικής…

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

Scroll Up