Κατά δυόμιση έτη χαμηλότερο σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, είναι στη χώρα μας το ποσοστό υγιούς επιβίωσης μετά τα 65 στις γυναίκες, ενώ για τους άντρες ελάχιστα χαμηλότερο. Δηλαδή, στις γυναίκες το αναμενόμενο προσδόκιμο χωρίς περιορισμούς, με καλή υγεία είναι περίπου 7,5 έτη σε σύγκριση με έναν μέσο όρο στον ΟΟΣΑ που είναι τα 10 έτη. Η δυσάρεστη επισήμανση ανήκει στον επίκουρο καθηγητή Οικονομικών της Υγείας στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Κώστα Αθανασάκη, ο οποίος παραχώρησε συνέντευξη στο Πρακτορείο Fm και στην Τάνια Μαντουβάλου με αφορμή ομιλία του για τις «Προκλήσεις που προκύπτουν από την κλιματική κρίση για τη βιωσιμότητα και την ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας», στο Πανελλήνιο Συνέδριο Δημόσιας Υγείας 2024, που διεξάγεται από την Πέμπτη στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του ΠΑ.ΔΑ. Όπως εξήγησε ο καθηγητής, η διαφορά σε σχέση με τον ΟΟΣΑ είναι μεγάλη, γιατί στην πραγματικότητα υποκρύπτει ένα πρότυπο νοσηρότητας, το οποίο σε αυτές τις ηλικίες είναι και θέμα χρήσης υπηρεσιών υγείας.
Ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου βασική παράμετρος για ένα βιώσιμο σύστημα υγείας
«Το προσδόκιμο υγιούς επιβίωσης, μετά τα 65 είναι μία εξαιρετικά σημαντική παράμετρος για την ευρωστία των συστημάτων υγείας. Ειδικότερα, στην Ελλάδα που συνεχώς αυξάνεται το ποσοστό του πληθυσμού, το οποίο ξεπερνά τα 65, η συγκεκριμένη παράμετρος θα καθορίσει το κατά πόσο θα επιβαρυνθεί το σύστημα υγείας στο μέλλον. Για αυτό, ο έλεγχος των παραγόντων κινδύνου, ο έλεγχος της χρόνιας νοσηρότητας και η επίτευξη των στόχων της θεραπευτικής διαδικασίας, κυρίως στη χρόνια νοσηρότητα και στην πολυνοσηρότητα, είναι πολύ βασικά στοιχεία για ένα βιώσιμο σύστημα υγείας». Το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη, είναι η έκθεση σε παράγοντες κινδύνου όπως πχ το κάπνισμα και η παχυσαρκία, που έχουν δημιουργήσει ένα πολύ ιδιαίτερο πρότυπο στη νοσηρότητα, το οποίο εκφράζεται με πολυνοσηρότητα. «Τα συστήματα υγείας έχουν δομικές προκλήσεις που προκύπτουν από τις αλλαγές της κοινωνίας. Η Ελλάδα έχει ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων άνω των 65 ετών. Δεν αρρωσταίνουμε απλώς, επειδή μεγαλώνουμε. Αλλά τυχαίνει οι πιο μεγάλοι από εμάς να είναι συχνότερα άρρωστοι. Αυτό σημαίνει ότι το σύστημα πρέπει να φροντίσει, ώστε η υγεία μετά τα 65 να είναι σε ένα καλύτερο επίπεδο. Πρέπει να εξουδετερώσουμε τις απειλές που θα εμφανίσουν τη νοσηρότητα σε εκείνα τα χρόνια».
Αύξηση των θανάτων κατά 68% την τελευταία εικοσαετία λόγω κλιματικής αλλαγής
Όσον αφορά την κλιματική αλλαγή, ο κ. Αθανασάκης αναφέρει ότι επηρεάζει τα συστήματα υγείας και από τις δύο πλευρές της εξίσωσης. «Από τη μία πλευρά έχουμε χαμένες ώρες εργασίας, σοβαρά επεισόδια που διακόπτουν την οικονομική δραστηριότητα (πχ Θεσσαλία). Είναι ενδεικτικό ότι οι υψηλές θερμοκρασίες το 2021 αφαίρεσαν από την παραγωγική δραστηριότητα 470 δισεκατομμύρια ώρες εργασίας διεθνώς. Αυτό ισοδυναμεί περίπου στο 0,7% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Πολύ περισσότερο δε σε χώρες που δεν είναι προετοιμασμένες για αυτή την κλιματική αλλαγή και είναι χαμηλότερης ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, η κλιματική αλλαγή αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ζητάμε υπηρεσίες υγείας. Για παράδειγμα, αυξάνονται τα μεταδοτικά νοσήματα. Αυξήθηκαν περίπου κατά 68% οι θάνατοι που σχετίζονται με τις υψηλές θερμοκρασίες την τελευταία εικοσαετία. Αυξάνονται τα επεισόδια που προκαλεί η υψηλή θερμοκρασία σε καρδιαγγειακά ή αναπνευστικά νοσήματα, γιατί ο πληθυσμός γίνεται πιο ευπαθής, αφού έρχεται σε επαφή περισσότερες μέρες με υψηλή θερμοκρασία σε σχέση με το παρελθόν».
Τα συστήματα υγείας ευθύνονται για το 5% των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου
Τα συστήματα υγείας σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη ευθύνονται για περίπου το 5% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου διεθνώς. «Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό είναι 3,7% του εθνικού αποτυπώματος. Ένα σημαντικό μερίδιο αυτού, περίπου το 40% έρχεται από τη λειτουργία των δομών και τις ενεργειακές ανάγκες τους. Αλλά το μεγαλύτερο μέρος, έρχεται από τη συνολικότερη εφοδιαστική αλυσίδα των προϊόντων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την υγεία». Τι προτείνουν όμως, οι ειδικοί για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ερωτάται ο καθηγητής: «Σε διεθνές επίπεδο οι προτάσεις καταρχάς εστιάζουν στην ανάγκη να συλλέξουμε συστηματικά δεδομένα σχετικά με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των συστημάτων υγείας, να αυξήσουμε την πληροφόρηση σχετικά με τις βέλτιστες πρακτικές για τη μείωση των επιπτώσεων από τα συστήματα υγείας στο περιβάλλον, να ενδυναμώσουμε το διεθνές ρυθμιστικό πλαίσιο και να ενισχύσουμε τη διακρατική συνεργασία, καθώς το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και απαιτεί συλλογική δράση».